Μία τεράστια αλλαγή, αλλά και μία σημαντική εξέλιξη έλαβε χώρα πριν από λίγο καιρό στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων, όταν το Facebook και το Instagram, διαφοροποίησαν για πρώτη φορά στην ιστορία τους, τον “πυρήνα” της νοοτροπίας τους. Μετά από πολλά χρόνια, πολλές έρευνες, αμέτρητες αντιδράσεις και σωρεία δοκιμών, η πιο χαρακτηριστική λειτουργία των δύο αυτών social media, το Like, έπαψε να υφίσταται όπως το ξέραμε μέχρι σήμερα.
Δεκαεπτά χρόνια από την εμφάνιση του Facebook, και έντεκα από αυτή του Instagram, ο αγώνας δρόμου των likes φαίνεται ότι επιτέλους τελειώνει, αφήνοντας την κοινωνία ομολογουμένως κουρασμένη και φανερά επηρεασμένη από την περίοδο που προηγήθηκε. Οι χρήστες έχουν πλέον τη δυνατότητα να κρύβουν τον αριθμό των αντιδράσεων τόσο στις δικές τους δημοσιεύσεις, όσο και στων άλλων, επιτρέποντας – επιτέλους – στον εαυτό τους, αλλά και στους υπόλοιπους, να εστιάσουν στο περιεχόμενο των αναρτήσεων, και όχι στα στατιστικά της στοιχεία.
Αν αυτή η κίνηση είχε προηγηθεί μίας δεκαετίας, είναι πολύ πιθανό να αποφεύγαμε την τοξική ανταγωνιστικότητα που έχει γίνει μέρος της ζωής μας σήμερα, ακόμα και ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους. Η καθημερινή ανθυγιεινή “κόντρα” δίχασε μικρούς και μεγάλους, που στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, και σίγουρα θα μπορούσε να λείπει. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο σημείο να ξεκινήσουν επίσημες έρευνες πάνω στο θέμα, προκειμένου να επαληθεύσουν ειδικοί ερευνητές τον σοβαρό αντίκτυπο που μπορεί να έχει, κυρίως στους νέους, η μανία των “likes”, και την ανάγκη απομάκρυνσής τους, πριν συμβεί το αυτονόητο.
Η μόνη κατηγορία ανθρώπων που ωφελήθηκε – τουλάχιστον προσωρινά – από αυτή την κατάσταση, είναι οι εγωιστές και οι νάρκισσοι, οι οποίοι βλέποντας τον αριθμό των αντιδράσεων και των σχολίων να ανεβαίνει, έπαιρναν οξυγόνο για να επιβιώσουν μέχρι την επόμενη δημοσίευσή τους. Ας είμαστε δίκαιοι όμως, σε αυτό δεν φταίνε τόσο τα social media. Η συγκεκριμένη παρακμιακή ομάδα ανθρώπων θα έβρισκε σίγουρα, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, το μυστικό της αποτυχίας που θα τους κρατούσε στην επιφάνεια πάση θυσία, όπως άλλωστε έκαναν και πριν το ίντερνετ.
Αυτοί που πραγματικά έβλαψαν τον εαυτό τους όλο αυτόν τον καιρό, είναι τα απλά, καθημερινά άτομα που αναγκάστηκαν, εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών, να ανοίξουν λογαριασμό και να βάλουν στη ζωή τους αυτή τη συνήθεια. Είναι τα άτομα που δεν είχαν καμία διάθεση να ασχοληθούν με νούμερα και να δημοσιοποιήσουν στιγμές της καθημερινότητάς τους, ή να δουν των άλλων, όμως στη συνέχεια παρασύρθηκαν από τα τεκταινόμενα και αργά ή γρήγορα έγιναν μέρος αυτών. Όταν βλέπεις ότι για να “πας μπροστά”, πρέπει να γίνεις “έτσι” και να κάνεις “αυτό”, είναι φυσικό και επόμενο κάποια στιγμή να λυγίσεις.
Εάν το σκεφτούμε, τα κοινωνικά δίκτυα ίσως θα μπορούσαν όντως να παίξουν έναν θετικό και συμπληρωματικό ρόλο στις ζωές μας, αν ήταν φτιαγμένα διαφορετικά και βασίζονταν σε αντίθετες αρχές. Εάν δεν υπήρχε το αρρωστημένο άγχος των αριθμών, ο κόσμος θα μπορούσε να επικεντρωθεί πιο εύκολα στην ουσία, που είναι το πρωτότυπο περιεχόμενο και η κοινωνικοποίηση. Θα ανέβαζε φωτογραφίες και δημοσιεύσεις με λιγότερα φίλτρα, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά, και θα χρησιμοποιούσε την εφαρμογή πιο ευχάριστα, αφού και οι υπόλοιποι θα έκαναν αντίστοιχα το ίδιο.
Στην τελική, ποια εποικοδομητική και επωφελή προοπτική είχε η λειτουργία καταμέτρησης για τον μέσο χρήστη, που να δικαιολογούσε την προσθήκη της εξ’ αρχής; Το γεγονός ότι, ακόμα και τώρα, η εταιρία αποφάσισε απλά να διαθέσει την απόκρυψη ως προαιρετική, αντί να καταργήσει πλήρως και υποχρεωτικά την καταμέτρηση, τα λέει όλα. Το Facebook και το Instagram έδωσαν, για άλλη μία φορά, περισσότερη αξία στην “βαριά τους βιομηχανία”, τους influencers, οι οποίοι μόλις άκουσαν για ολοκληρωτική απομάκρυνση των αριθμών σάστισαν και διαμαρτυρήθηκαν, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε για αυτούς οικονομική, κοινωνική και εν τέλη προσωπική καταστροφή.
Προφανώς και είμαστε ακόμα μακριά από το τέλος της παρακμής. Ωστόσο, το πρώτο βήμα έγινε.