Σε προηγούμενο άρθρο, αναλύσαμε λεπτομερώς τις ταχύτητες σύνδεσης στο διαδίκτυο, καθώς και τον τρόπο μέτρησής τους.
Σήμερα, θα δώσουμε έμφαση σε δύο δευτερεύοντα χαρακτηριστικά μίας σύνδεσης στο ίντερνετ, που όμως διαδραματίζουν μεγάλο ρόλο στην αλληλεπίδρασή μας με αυτό, και δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστά.
Το Ping αποτελεί μία μέθοδο δοκιμής της διαθεσιμότητας και της απόδοσης μίας απομακρυσμένης σύνδεσης μεταξύ δύο υπολογιστών σε ένα δίκτυο.
Συγκεκριμένα, κατά τη διενέργειά του, αποστέλλεται σε μία έτερη συσκευή ένα ή περισσότερα πακέτα δεδομένων, δηλαδή αρχεία, και έπειτα ο αποστολέας αναμένει να λάβει πίσω, ως απάντηση, τα πακέτα που απέστειλε.
Ο χρόνος που θα μεσολαβήσει μεταξύ της αποστολής και της λήψης ενός πακέτου, συνιστά το Ping, και συχνά αποκαλείται και Lag, δηλαδή καθυστέρηση.
Συνήθως μετριέται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου (miliseconds / ms), ή σε ακραίες περιπτώσεις μεγάλων καθυστερήσεων, σε δευτερόλεπτα (seconds / s).
Το Jitter, από την άλλη, είναι το μέγεθος των διακυμάνσεων που υπάρχουν κατά την διαμόρφωση του Ping, μεταξύ των τελικών αποτελεσμάτων του.
Πρόκειται, δηλαδή, για έναν τρόπο μέτρησης της συνέπειας και, συνεπώς, της ποιότητας μίας σύνδεσης, αφού ένα χαμηλό jitter μεταφράζεται σε σταθερή σύνδεση, ενώ, αντίθετα, το υψηλό jitter μπορεί να επιφέρει προβλήματα, όπως απώλειες δεδομένων και μεγάλες, επιπρόσθετες καθυστερήσεις.
Και αυτό, μετριέται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου (miliseconds / ms).
Οι δύο έννοιες δεν είναι αλληλένδετες. Είναι πιθανό σε μία σύνδεση να υπάρχει υψηλό ping, και ταυτόχρονα χαμηλό jitter. Αυτό, σημαίνει πως η σύνδεση θα είναι σταθερή, αλλά αργή.
Αντίστροφα, είναι εφικτό σε μία σύνδεση να υπάρχει χαμηλό ping, αλλά υψηλό jitter. Σε αυτή την περίπτωση, η σύνδεση θα είναι γρήγορη, ωστόσο ενδέχεται να παρουσιάζει συχνά διάφορες αστάθειες, όπως αποσυνδέσεις και σφάλματα.
Μπορείτε να μετρήσετε τους χρόνους του ping και του jitter για τη δική σας σύνδεση, πατώντας εδώ.
Εικόνα ανάρτησης: Digital Trends